- δικοτύλου
- δικότυλοςwith two rows of tentaculamasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρνασ(σ)ία — η βοτ. γένος ποώδους πολυετούς αγγειόσπερμου δικότυλου φυτού τής οικογένειας σαξιφραγίδες που περιλαμβάνει 15 περίπου είδη ιθαγενή τών εύκρατων και αρκτικών περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα οποία μερικά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά για… … Dictionary of Greek
ραμπουτάν — το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού αγγειόσπερμου δικότυλου φυτού τής Μαλαισίας Nephelium lappaceum τής οικογένειας σαπινδίδες 2. ο εδώδιμος καρπός τού δέντρου αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rambutan < μαλαισιακό rambutan (< rambut «μαλλιά, τρίχα» … Dictionary of Greek